- χαυνοτέρᾳ
- χαῡνοτέρᾱͅ , χαῦνοςporousfem dat comp sg (attic doric aeolic)χαῡνοτέρᾱͅ , χαῦνοςporousfem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαυνοτέρα — χαῡνοτέρᾱ , χαῦνος porous fem nom/voc/acc comp dual χαῡνοτέρᾱ , χαῦνος porous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) χαῡνοτέρᾱ , χαῦνος porous fem nom/voc/acc comp dual χαῡνοτέρᾱ , χαῦνος porous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνότερα — χαῡνότερα , χαῦνος porous neut nom/voc/acc comp pl χαῡνότερα , χαῦνος porous neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek